οτρύνω

οτρύνω
ὀτρύνω (Α)
1. παροτρύνω σε κάποιο έργο που απαιτεί τόλμη
2. (σπαν. σχετικά με ζώα) παρακινώ, κεντώ, παρορμώ («οὐρῆας τ' ὠτρυνε», Ομ. Ιλ.)
3. επισπεύδω, επιταχύνω κάτι, κάνω να γίνει κάτι γρήγορα («μάχην ὤτρυνον Αχαιῶν», Ομ. Ιλ.)
4. (μεσοπαθ.) ὀτρύνομαι
προθυμοποιούμαι, σπεύδω («αὐτοὶ δ' ὀτρύνεσθαι ἐμοὶ ἅμα πάντες ἕπεσθαι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀτρύνω ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα ΙΕ ρίζας *twer- «ωθώ, παρακινώ, κουνώ» (με αντιπροσώπευση τού φωνηεντικού -r- με -υρ- υπό την επίδραση τού -ω-) με προθεματικό φωνήεν -, έρρινη παρέκταση και ενεστ. επίθημα - (πρβλ. πλύνω, κλίνω). Το ρ. συνδέεται με αρχ. ινδ. tvarate «επείγομαι, σπεύδω», αβεστ. θwāša- «αυτός που βιάζεται», αρχ. άνω γερμ. dweran «γυρίζω ορμητικά». Παράλληλα με το ρ. ὀτρύνω μαρτυρείται το επίρρ. ὀτρ-αλ-έως (βλ. λ. οτραλέος) και το επίθ. ὀτρηρός, που αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα τής εναλλαγής ανάμεσα στα έρρινα και υγρά επιθήματα -αλ-, -αρ-, -αν-, που παρατηρείται συχνά στην αρχαϊκή περίοδο. Το επίρρ. ὀτραλέως αναφορικά προς το ὀτρύνω μπορεί να παραβληθεί με τα τράπεζα: τρυφάλεια ή μπορεί να είναι αναλογικός σχηματισμός προς το θαρσύνω: θαρσαλέος. Το επίθ., τέλος, ὀτρηρός πρέπει να είναι υστερογενής σχηματισμός κατά τα επίθ. σε -ηρός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὀτρυνῶ — ὀτρύνω stir up fut ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀτρύνω — ὀτρύ̱νω , ὀτρύνω stir up aor subj act 1st sg ὀτρύ̱νω , ὀτρύνω stir up pres subj act 1st sg ὀτρύ̱νω , ὀτρύνω stir up pres ind act 1st sg ὀτρύ̱νω , ὀτρύνω stir up aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀτρυνεῖ — ὀτρύνω stir up fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ὀτρύνω stir up fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀτρυνούσης — ὀτρύνω stir up fut part act fem gen sg (attic epic) ὀτρῡνούσης , ὀτρύνω stir up pres part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀτρυνέει — ὀτρύνω stir up fut ind mid 2nd sg (epic ionic) ὀτρύνω stir up fut ind act 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀτρυνεῖται — ὀτρύνω stir up fut ind mid 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀτρυνθῆναι — ὀτρύνω stir up aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀτρυνθῇ — ὀτρύνω stir up aor subj pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀτρυνθέντες — ὀτρύνω stir up aor part pass masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀτρυνθέντος — ὀτρύνω stir up aor part pass masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”